Κατάθλιψη, Συμβουλευτική αντιμετώπιση
Η λέξη <<κατάθλιψη>> χρησιμοποιείται για ένα ευρύ φάσμα συναισθηματικών καταστάσεων που μπορεί να είναι είτε φυσιολογικές είτε παθολογικές. Έτσι η κατάθλιψη μπορεί να αποτελεί μια φυσιολογική διάθεση ή συναίσθημα, όπως για την καθημερινότητα ή μιας σημαντικής απώλειας ή θανάτου ενός αγαπημένου προσώπου. Σε άλλη περίπτωση η κατάθλιψη είναι μια μορφή αντίδρασης στο στρες ή μια ψυχοπαθολογική διαταραχή.
Οι καταθλιπτικοί ασθενείς βιώνουν μια κακή διάθεση, που επηρεάζει όλες τις πλευρές της ζωής τους και αδυνατούν να αισθανθούν ικανοποίηση από δραστηριότητες που πιο πριν τους ήταν ευχάριστες. Έχουν την τάση να γεμίζουνσκέψεις και συναισθήματα αρνητισμού, αυτοκριτικής, απελπισίας και μίσους για τον εαυτό τους. Στις σοβαρές μορφές κατάθλιψης, το άτομο μπορεί να υποφέρει από συμπτώματα ψύχωσης, όπως παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις . Άλλα συμπτώματα μπορεί να είναι η αδυναμία συγκέντρωσης και η φτωχή μνήμη, η παραίτηση από κάθε είδους κοινωνική συναναστροφή, η μειωμένη libido και οι σκέψεις αυτοκτονίας.
Η κατάθλιψη, δεν εμφανίζεται σ' όλους τους ασθενείς με την ίδια συμπτώματολογία. Άλλοι είναι θλιμμένοι, απελπισμένοι, απογοητευμένοι και κατακλύζονται από τύψεις και ενοχές, άλλοι μεμψιμοιρούν ή παραπονιούνται για πλήθος σωματικών ενοχλημάτων. Μερικές φορές η διαταραχή εισβάλλει με ενοχλήματα από τη σωματική κυρίως, σφαίρα, παραπλανώντας τους ειδικούς. Σε βαριά μορφή κατάθλιψης η εικόνα του ασθενούς μπορεί να περιγράφεται ως άτομο που βαδίζει αργά, σέρνοντας τα βήματά του, με τον κορμό κυρτό και το κεφάλι σκυμμένο. Το πρόσωπό του αυλακώνεται από ρυτίδες και το βλέμμα του είναι ικετευτικό. Οι λέξεις εκφέρονται με δυσκολία, αργά, ψιθυριστά και άτονα.
Κάποιες φορές το σύμπτωμα «κατάθλιψη» απουσιάζει από την κλινική εικόνα και η καταθλιπτική διάθεση καλύπτεται πίσω από μια μάσκα ευφορίας. Άλλοτε η καταθλιπτική διάθεση δεν είναι προφανής αλλά αποτυπώνεται στη συμπεριφορά του ατόμου (παρορμητικές ενέργειες, χρήση ουσιών). Η διαταραχή δεν εμφανίζεται με τα ίδια συμπτώματα σε όλες τις ηλικιακές ομάδες. Στα νήπια, ιδιαίτερα όταν έχει προηγηθεί αποχωρισμός από την μητέρα, εκδηλώνεται με καθυστέρηση στη σωματική, τη νοητική και τη συναισθηματική ανάπτυξη. Στα μικρά παιδιά, επίσης με διαταραχές του ύπνου, ενούρηση ή εγκόπριση, έντονο κλάμα ή υπερβολική ενασχόληση με τα γεννητικά όργανα.
Στα παιδιά σχολικής ηλικίας με ενούρηση, ονυχοφαγία, ανυπακοή και σχολική φοβία. Στους εφήβους εμφανίζεται ευερεθιστότητα, κοινωνική απόσυρση, αντικοινωνική συμπεριφορά και χαμηλή επίδοση στο σχολείο ενώ στους ηλικιωμένους δεσπόζουν τα σωματικά ενοχλήματα, όπως αϋπνία, κεφαλαλγία, ζάλη, ανορεξία και εύκολη κόπωση.
Ψυχολόγος: Αλέξανδρα Ζωγράφου ιστοσελίδα: www.alexandrazografou.gr